- Ἰλλυρικοῖο
- Ἰλλυρικόςregionmasc/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαμβαθής — μελαμβαθής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω τού μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχι βαθής] … Dictionary of Greek